δεικτικοί

δεικτικοί
δεικτικός
able to show
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όνε — ὅνε, ἥνε, τόνε (Α) (θεσσαλικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τής δεικτ. αντων. ὅ δε στη θεσσαλική και αρκαδική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκαν τύποι που σχηματίστηκαν με τα μόρια: νε (πρβλ. τόνε, τάνε), νι (πρβλ. αρκαδ. ὁνί) και νυ (πρβλ. αρκαδ. κυπρ. ὅνυ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”